ἄητον

ἄητον
ἄ̱ητον , ἄημι
va´ti
imperf ind act 2nd dual (epic doric aeolic)
ἄημι
va´ti
pres imperat act 2nd dual (epic)
ἄημι
va´ti
pres ind act 3rd dual (epic doric aeolic)
ἄημι
va´ti
pres ind act 2nd dual (epic doric aeolic)
ἄημι
va´ti
imperf ind act 2nd dual (epic doric aeolic)
ἄητος
masc/fem acc sg
ἄητος
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άητος — ἄητος, ον (Α) [ἄω] 1. (στον εν. μόνο στη φρ.) «θάρσος ἄητον», ακαταμάχητο θάρρος 2. πληθ. ἄητοι ορμητικοί, βίαιοι, θυελλώδεις …   Dictionary of Greek

  • ζέφυρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αστραίου και της Ηούς. Από την άρπυια Ποδάργη είχε αποκτήσει τα άλογα του Αχιλλέα, Ξάνθο και Βέλιο, και από τη Χλωρίδα τον Καρπό. Σύμβολό του ήταν το άλογο και στις παραστάσεις του εικονίζεται φτερωτός. Ουσιαστικά,… …   Dictionary of Greek

  • σύλληψη — η / σύλληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ. γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”